- βίσωνες
- βίσωνbisonmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BISONTES — apud Solin. c. 20. Saltus Heroynius oves gignit In hoc tractu sane et in anni Septentrionali plaga bisontes frequentissimi, qui vovis feri similes, setosi colla, iubas horridi, ultra tanros petnicitate, capti assuescere manu nesciunt. Nonnulli… … Hofmann J. Lexicon universale
Πες-Μερλ — (Pech Merle). Περιοχή της Γαλλίας στο νομό Λοτ. Είναι γνωστή για το σπήλαιο με τους σταλακτίτες που υπάρχουν εκεί. Στα λευκά τοιχώματα αυτού του σπηλαίου, προϊστορικοί άνθρωποι ζωγράφισαν πολυάριθμα αριστουργήματα, όπως μαμούθ, βίσωνες, άγρια… … Dictionary of Greek
Σαγύν — (Cheyenne). Ιθαγενής λαός της βόρειας Αμερικής, του αλγκογκινικού κορμού. Οι Σ. ήταν αρχικά μόνιμα εγκαταστημένοι γεωργοί στη Μινεζότα, διώχτηκαν όμως από τους Σου, που κινούνταν προς τα Δ, κάτω από την πίεση των λευκών αποίκων, κι εγκαταστάθηκαν … Dictionary of Greek